Notícia

Negaronline (Irã)

Τεστ δακρύων για ανίχνευση Covid-19 (72 notícias)

Publicado em 17 de fevereiro de 2023

Δακρύστε, συλλέξτε με μπατονέτα τα δάκρυα και τελειώσατε σε ό,τι αφορά τη διάγνωση του SARS-CoV-2! Αυτό ουσιαστικώς είναι το συμπέρασμα μιας νέας μελέτης ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Journal of Clinical Medicine».

Καλή και πιο… ευχάριστη εναλλακτική

Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα δακρύων από ασθενείς που είχαν διαγνωσθεί με COVID-19 μέσω των συμβατικών τεστ και οι οποίοι είχαν εισαχθεί στο Νοσοκομείο Αποκατάστασης Κρανιοπροσωπικών Ανωμαλιών (HRAC). Ο SARS-CoV-2 ανιχνεύθηκε στο 18,2% των δειγμάτων, γεγονός που μαρτυρεί ότι η μέθοδος των… δακρύων μπορεί να αποτελέσει μια καλή εναλλακτική στη λήψη ρινοφαρυγγικού δείγματος που αποτελεί μια όχι και τόσο ευχάριστη διαδικασία.

Προφυλάξεις για τους επαγγελματίες υγείας

Τα νέα ευρήματα μαρτυρούν επίσης ότι οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να έχουν υπόψη τους πως μπορεί να εκτεθούν στον κορωνοϊό μέσω των δακρύων των ασθενών τους και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα – αν και στη μελέτη επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος μόλυνσης μέσω των δακρύων είναι χαμηλός.

Προγνωστικός δείκτης

Επιπροσθέτως ο συνδυασμός δύο παραγόντων – περισσότερες συννοσηρότητες και υψηλότερο ποσοστό θνητότητας – στους ασθενείς των οποίων το δείγμα δακρύων ήταν θετικό μαρτυρεί ότι η νέα μέθοδος ανίχνευσης του ιού μπορεί να αποτελέσει προγνωστικό δείκτη της εξέλιξης του ασθενούς.

Οι περιορισμοί

«Στόχος μας ήταν να αναπτύξουμε ένα διαγνωστικό τεστ που θα βασίζεται σε πιο εύκολη συλλογή του δείγματος χωρίς να νιώθει δυσφορία ο ασθενής. Το ρινικό ή ρινοφαρυγγικό τεστ δεν είναι ευχάριστο ενώ συχνά δεν διενεργείται και σωστά. Θεωρήσαμε ότι η συλλογή δακρύων θα ήταν πιο εύκολη και καλά ανεκτή και δείξαμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει. Πάντως μεταξύ των περιορισμών της μελέτης μας ήταν ότι δεν γνωρίζουμε αν η ποσότητα του υγρού που συλλέγεται για τη διεξαγωγή του τεστ επηρεάζει το αποτέλεσμα» σημείωσε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο FAPESP ο Λουίζ Φερνάντο Μαντσόνι Λουρενσόνε, καθηγητής Ιατρικής στο ΗRAC και κύριος συγγραφέας της μελέτης.